- φιννοσκανδικός
- και φιννοσκανδιναβικός, -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωγραφική περιοχή τής Φιννοσκανδίας, δηλαδή την περιοχή η οποία περιλαμβάνει την Φινλανδία, τη Σουηδία και τη Νορβηγία2. φρ. «φιννοσκανδική ασπίδα» ή «φιννοσκανδιναβική ασπίδα»γεωλ. το σύνολο τών πολύ παλαιών πετρωμάτων τα οποία αποτελούν το γεωλογικό υπόβαθρο τής παραπάνω περιοχής, αλλ. βαλτική ασπίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. fennoscandien].
Dictionary of Greek. 2013.